φουστανέλα

φουστανέλα
η
(λ. ιταλ.), είδος κοντής αντρικής φούστας που φτάνει ως το γόνατο, από λευκό ιδίως ύφασμα με πολλές πτυχές, τμήμα της παλιότερης εθνικής ελληνικής ενδυμασίας των αντρών και τώρα της στολής των ευζώνων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουστανέλα — η, Ν 1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα τής εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς 2. η φούστα τών ευζώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. έλα (πρβλ. πιατ έλα) ή, κατ άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • φουστανελάς — ο, Ν αυτός που φορεί φουστανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστανέλα + κατάλ. άς (πρβλ. γαλον άς)] …   Dictionary of Greek

  • φουστανελίτσα — η, Ν [φουστανέλα] υποκορ. μικρή φουστανέλα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το …   Dictionary of Greek

  • ευρωπαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ευρώπη ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή ιστορία» γ. «ευρωπαϊκός πολιτισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ευρωπαϊκά η ανδρική ενδυμασία με σακάκι και μακρύ παντελόνι, σε… …   Dictionary of Greek

  • εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • λαγγιόλι — το τριγωνικό κομμάτι από ύφασμα με το οποίο μακραίνουν τη φουστανέλα …   Dictionary of Greek

  • φέρμελη — η, Ν χρυσοποίκιλτο ή μεταξωτό ανδρικό γιλέκο το οποίο φορούσαν με την φουστανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fermel e] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”